ἱδρῶτος

ἱδρῶτος
ἱδρώς
sweat
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… …   Dictionary of Greek

  • συνεξικμάζω — Α αποβάλλω κάτι με μορφή υγρασίας μαζί με κάτι άλλο («διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν τοῡ σώματος ἡ κίνησις... συνεξικμάζει τὰ περιττώματα μετὰ τοῡ ἱδρῶτος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξικμάζω «αποβάλλω υγρασία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”